μετεωροσοφιστής
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
οῦ, ὁ, astronomical sophist, Ar.Nu.360.
German (Pape)
[Seite 160] ὁ, ein Sophist, der sich mit Beobachtung der Himmels- u. Lufterscheinungen abgiebt, Ar. Nubb. 360.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sophiste qui se perd dans les nues.
Étymologie: μετέωρος, σοφιστής.
Russian (Dvoretsky)
μετεωροσοφιστής: οῦ ὁ софист-звездочет Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροσοφιστής: ὁ, ἀστρολόγος σοφιστής, σοφιστὴς περὶ τὰ μετέωρα ἀσχολούμενος, Ἀριστοφ. Νεφ. 360.
Greek Monolingual
μετεωροσοφιστής, ὁ (Α)
σοφιστής που ασχολείται με τα μετέωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σοφιστής.
Greek Monotonic
μετεωροσοφιστής: ὁ, σοφιστής που ασχολείται με την αστρολογία, τα μετεωρολογικά φαινόμενα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μετεωρο-σοφιστής, οῦ, ὁ,
an astrological sophist, Ar.
Translations
astrologer
Arabic: مُنَجِّم, مُنَجِّمَة; Azerbaijani: münəccim; Basque: astrologo; Catalan: astròleg; Chinese Mandarin: 占星家; Czech: astrolog,hvězdopravec; Danish: astrolog; Dutch: astroloog, sterrenwichelaar; Esperanto: astrologo, astrologiisto; Faroese: stjørnuspámaður, stjørnuspáfólk; Finnish: astrologi; French: astrologue; Galician: astrólogo, astróloga, estreleiro; German: Astrologe, Astrologin, Sterndeuter, Sterndeuterin; Greek: αστρολόγος; Ancient Greek: ἀποτελεσματολόγος, ἀστεροσκόπος, ἀστροδίφης, ἀστρολόγος, ἀστρόμαντις, γαζαρηνός, γενεθλιαλόγος, γενεθλιακός, γενεσιαλόγος, μετεωρολόγος, μετεωροσοφιστής, ὡρολόγος, ὡροσκόπος; Hindi: ज्योतिष, ज्योतिषी; Ido: astrologo; Indonesian: astrolog; Irish: astralaí; Japanese: 占星術師; Latin: astrologus; Malay: ahli nujum; Nepali: ज्योतिष, ज्योतिषी; Persian: اخترگو; Polish: astrolog; Portuguese: astrólogo; Romanian: astrolog; Russian: астролог, звездочёт; Sanskrit: ज्योतिष; Spanish: astrólogo, astróloga; Swahili: mnajimu; Swedish: astrolog; Telugu: దైవజ్ఞుడు; Uzbek: munajjim; Volapük: strologan