απιθανότητα
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
η (Α ἀπιθανότης)
η έλλειψη βεβαιότητας ή σιγουριάς, το να είναι κάτι απίθανο.
Translations
improbability
Bulgarian: невероятност; Catalan: improbabilitat; Galician: improbabilidade; German: Unwahrscheinlichkeit; Greek: απιθανότητα; Ancient Greek: ἀπιθανότης; Hungarian: valószínűtlenség; Irish: neamhdhóchúlacht, andóigh; Japanese: 低確率; Spanish: improbabilidad