μούσειος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
German (Pape)
[Seite 211] von den Musen; ἕδρα, Eur. Bacch. 408; κέλαδος, Ep. ad. 419 (IX, 372); vgl. Lob. Phryn. 311.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 des Muses;
2 musical.
Étymologie: μοῦσα.
Greek Monolingual
μούσειος, -ον, αιολ. τ. μοισαῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες
2. μουσικός
3. φρ. α) «μοισαῖον ἅρμα» — το άρμα της ποίησης
β) «μοισαῖος λίθος» — μνημείο από άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. ίππειος, κήπειος)].
Russian (Dvoretsky)
μούσειος: 2, эол. μουσαῖος 3, дор. μοισαῖος 3
1 принадлежащий музам (ἅρμα Pind.; ἕδρα Eur.);
2 музыкальный (κέλαδος Anth.).