ρύμη

From LSJ
Revision as of 08:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν
1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.)
2. στενή οδός, σοκάκι
νεοελλ.
1. (μηχανολ.) η κινητική ενέργεια κινούμενου σώματος
2. φρ. «στη ρύμη του λόγου του» — κατά τη γρήγορη αλληλουχία τών φράσεών του, καθώς κυλούσε γοργά ο λόγος του
αρχ.
1. η βίαιη επίθεση στρατιωτών, έφοδος
2. ροπή
3. το ρωμαϊκό στρατόπεδο
4. ρωγμή, σχισμή
5. φρ. α) «ἡ ῥύμη τῆς τύχης» — η μεταβολή της τύχης
β) «ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς» — η σφοδρότητα της οργής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ.ῥῡ- του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μη (πρβλ. γνώμη, τιμή)].

Mantoulidis Etymological

(=ὁρμή, φορά, σοκάκι). Ἀπό τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.