ῥυσίς

From LSJ
Revision as of 08:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠσίς Medium diacritics: ῥυσίς Low diacritics: ρυσίς Capitals: ΡΥΣΙΣ
Transliteration A: rhysís Transliteration B: rhysis Transliteration C: rysis Beta Code: r(usi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, = ῥῠτόν, v.l. for χρυσίς in Cratin.124.

German (Pape)

[Seite 853] ἡ, = ῥυτόν, φιάλη χρυσῆ, erkl. Ath. XI, 496 e mit einem Beispiel aus Cratin., ῥυσίδι σπένδων, wofür Piers. zu Moeris p. 462 unnöthig χρυσίς schreiben will.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠσίς: -ίδος, ἡ, = ῥῠτόν, εἶδος ποτηρίου, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 7· ἀλλ’ ὁ Piers. (Μοῖρ. 412) ἀνέγνω χρυσίδι, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
είδος ποτηριού, ῥυτόν (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. αντί του ορθού χρυσίς «χρυσή κούπα»].

Greek Monolingual

(I)
(ῥύσις), -εως, και ιων. τ. γεν.-ιος, και δωρ.τ. ῥύτις, ἡ, Α
βλ. ῥύση.
(II)
(ῥῦσις), -ύσεως, ἡ, Α
σωτηρία, απελευθέρωση, απαλλαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + κατάλ. -σις (πρβλ. θύσις, λύσις)].