πλιγούρι

From LSJ
Revision as of 10:40, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

Greek Monolingual

και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν
1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών
2. το φαγητό που παρασκευάζεται από χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλιγούρι που απαντά με ποικίλες μορφές στα διάφορα ιδιώματα δηλώνει το χοντροαλεσμένο σιτάρι, το οποίο πρέπει να βραστεί σε νερό. Για τον τρόπο αυτόν της παρασκευής χρησιμοποιήθηκε ήδη από την αρχαία και βυζαντινή περίοδο το ρ. πνίγω (πρβλ. τη φρ. πνίγω στο νερό ή στο γάλα για το σιτάρι ή τον τραχανά). Επομένως, ως αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. πνιγούρι, με σημ. «πνίξιμο», ο οποίος παράγεται από το ρ. πνίγω είτε απευθείας (πρβλ. ανοιγούρι, αποδιαλεγούρι) είτε μέσω ενός αμάρτυρου τ. πνιγούρα (πρβλ. φαγ-ούρα, χασ-ούρα). Ο τ. πλιγούρι προήλθε στη συνέχεια με αντικατάσταση του δυσκολοπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος πν- από το πλ- (πρβλ. πνεύμων: πλεμόνι, πνεύμα: πλέμα, πνίγω: πλίγω), ο τ. μπλιγούρι αναλογικά προς το πλεξούδα / μπλεξούδα, ενώ οι τ. πλουγούρι / μπλουγούρι με αφομοίωση. Τέλος, η γραφή της λ. με -η- οφείλεται στην παρετυμολογική της σύνδεση με το ρ. πλήττω «χτυπώ»].