φυκογείτων
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, near the seaweed, dwelling by the sea, epithet of Priapus, AP6.193 (Flacc.).
German (Pape)
[Seite 1313] ονος, dem Meertang nahe, am Meere wohnend, lebend; Statil. FIacc. 4 (VI, 193) nennt den Priapus so.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
voisin des algues, qui habite près des algues, près de la mer.
Étymologie: φῦκος, γείτων.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που κατοικεί κοντά στα φύκη, δηλαδή στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + γείτων (πρβλ. ποταμογείτων)].
Greek Monotonic
φῡκογείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται κοντά στα φύκια, αυτός που κατοικεί κοντά στη θάλασσα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φῡκογείτων: ονος ὁ житель берегов, богатых водорослями Anth.
Middle Liddell
φῡκο-γείτων, ονος, ὁ, ἡ,
near the sea-weed, dwelling by the sea, Anth.