αἱματῖτις

From LSJ
Revision as of 17:04, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Spanish (DGE)

-ῐδος
I 1anat. que lleva sangre, sanguíneo φλέβες Hp.Morb.Sacr.15.2, Ep.19
como subst. ἡ αἱ. (sc. φλέψ) la vena sanguínea Hp.Haem.4.
2 hecho con sangre αἱ. χορδή morcilla de sangre Sophil.6.
II subst. ἡ αἱ.
1 prob. tinte rojo sangre Arist.Col.797a6.
2 mineral. hematites Thphr.Lap.37, Plin.HN 37.169, αἱ. λίθος Gal.12.193, cf. prob. Alch.Fr.Pap.2.12.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματῖτις zie αἱματίτης.

German (Pape)

fem. zu αἱματίτης, z.B. φλέψ, Blutader, Hippocr.; χορδή, Blutwurst, Sophil. com. Ath. III.125e.

Greek Monolingual

ο (Α αἱματίτης) (Α και θηλ. αἱματῖτις)
ο όμοιος με αίμα
«αιματίτης λίθος», λίθος που περιέχει σίδηρο (κν. αιματοστάτης και αιμοστάτης), φυσικό οξείδιο του σιδήρου Fe2O3 (αλλ. ολίγιστο)
αρχ.
1. «αἱματῖτις φλέψ», η φλέβα ως αγωγός αίματος
2. «εἰλεὸς αἱματίτης», πάθηση εντερική που οφείλεται σε συστροφή και απόφραξη του εντέρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα.
ΠΑΡ. μσν. αἱματῖται].