πυρίπνους
From LSJ
English (LSJ)
-ουν, contr. for πυρίπνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
1 qui souffle ou respire le feu;
2 enflammé, ardent.
Étymologie: πῦρ, πνέω.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. πυρίπνοος, -οον, Α
αυτός που εκβάλλει φωτιά, φλογοβόλος («πυρίπνοα τόξα» — τα τόξα του Έρωτα, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεόπνους, ιμερόπνους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρίπνους -ουν, zonder contr. πυρίπνοος -οον [πῦρ, πνέω] vuur uitademend.
Middle Liddell
πῠρί-πνους, ουν, πνέω
fire-breathing, fiery, Anth.
German (Pape)
zusammengezogen aus πυρίπνοος.