μυριόλεκτος

From LSJ
Revision as of 10:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόλεκτος Medium diacritics: μυριόλεκτος Low diacritics: μυριόλεκτος Capitals: ΜΥΡΙΟΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: myriólektos Transliteration B: myriolektos Transliteration C: myriolektos Beta Code: murio/lektos

English (LSJ)

ον, said ten thousand times, X.HG5.2.17, Longin.Rh.p.190H., Poll.6.206, Aristaenet.2.20.

German (Pape)

[Seite 219] zehntausendmal, unzählige Male gesagt, Xen. Hell. 5, 2, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
redit dix mille fois.
Étymologie: μυρίος, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόλεκτος: сказанный бесчисленное множество раз, тысячекратно повторенный Xen.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόλεκτος: -ον, ὁ μυριάκις λεχθείς, πολυθρύλητος, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 17, πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 206, Ἀρισταίν. 2. 20.

Greek Monolingual

μυριόλεκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ειπωθεί άπειρες φορές, χιλιοειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. ιδιόλεκτος].

Greek Monotonic

μῡριόλεκτος: -ον, αυτός που έχει ειπωθεί δέκα χιλιάδες φορές, σε Ξεν.

Middle Liddell

μῡριό-λεκτος, ον
said ten thousand times, Xen.