πεδοβάμων

From LSJ
Revision as of 11:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδοβᾱ́μων Medium diacritics: πεδοβάμων Low diacritics: πεδοβάμων Capitals: ΠΕΔΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: pedobámōn Transliteration B: pedobamōn Transliteration C: pedovamon Beta Code: pedoba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον,gen. ονος, earth-walking, πτανά τε καὶ π.A.Ch.591 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 541] ονος, auf dem Erdboden schreitend, Aesch. Ch. 584, im Gegensatz der Vögel, πτηνά.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui marche sur le sol.
Étymologie: πέδον, βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδοβᾱ́μων -ον [πέδον, βαίνω] Dor. op de grond lopend.

Russian (Dvoretsky)

πεδοβάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) ходящий по земле: πτανά τε καὶ πεδοβάμονα Aesch. летающие и наземные твари.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βαδίζει πάνω στο έδαφος της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων].

Greek Monotonic

πεδοβάμων: [ᾱ], -ον (βαίνω), αυτός που βαδίζει στη γη, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πεδοβάμων: [ᾱ], -ον, ονος, ὁ περιπατῶν ἐπὶ τῆς γῆς, πτανά τε καὶ πεδοβάμονα Αἰσχύλ. Χο. 591.

Middle Liddell

πεδο-βά¯μων, ον, βαίνω
earth-walking, Aesch.