τραχύστομος

From LSJ
Revision as of 11:50, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχύστομος Medium diacritics: τραχύστομος Low diacritics: τραχύστομος Capitals: ΤΡΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: trachýstomos Transliteration B: trachystomos Transliteration C: trachystomos Beta Code: traxu/stomos

English (LSJ)

ον, of rough speech or of rough pronunciation, Str.14.2.28, where he couples it with παχύστομος, and in the same paragraph he writes παχυστομέω (τραχυστομέω cod. E, and so it is cited in Eust.367.29), παχυστομία.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la prononciation est rude.
Étymologie: τραχύς, στόμα.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχύστομος: -ον, ὁ τραχέως ὁμιλῶν ἢ προφέρων, Στράβ. 662, ἔνθα συνάπτεται μετὰ τοῦ παχύστομος, καὶ ἐν τῇ αὐτῇ σελίδι φέρεται παχυστομέω, παχυστομία, ὅπερ ὁ Εὐστ. 367. 29 καὶ 34 μνημονεύει ὡς τραχύστ-.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τραχιά ομιλία ή προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος].

Greek Monotonic

τρᾱχύστομος: -ον (στόμα), αυτός που μιλάει με τραχύτητα ή έχει δύσκολη, βαριά προφορά, σε Στράβ.

Middle Liddell

τρᾱχύ-στομος, ον, στόμα
of rough speech or pronunciation, Strab.

German (Pape)

[ᾱ],
1 mit, von hartem Munde, hartmäulig.
2 von harter Aussprache, Strab.