ὀρθόδοξος

From LSJ
Revision as of 12:18, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόδοξος Medium diacritics: ὀρθόδοξος Low diacritics: ορθόδοξος Capitals: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: orthódoxos Transliteration B: orthodoxos Transliteration C: orthodoksos Beta Code: o)rqo/docos

English (LSJ)

ον, orthodox in religion, person adhering to the orthodox faith, right in opinion, of right opinion, of right belief, of just faith, Cod.Just.1.5.21, al., MAMA1.290 (Phrygia).

German (Pape)

[Seite 374] recht meinend, die richtige Meinung habend, Sp., bes. K. S., rechtgläubig.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, -ον)
1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα
2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί
3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας
νεοελλ.
μτφ. αυτός που ασπάζεται πιστά και απαρέγκλιτα τις αρχές ενός πολιτικού δόγματος («είναι ορθόδοξος κομμουνιστής»)
νεοελλ.-μσν.
φρ. α) «Ορθόδοξη Εκκλησία» ή «Ορθόδοξος Εκκλησία» — η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία, σε αντιδιαστολή προς τη Δυτική και τις άλλες μη ορθόδοξες Εκκλησίες
β) «ορθόδοξο(ν) δόγμα» — το δόγμα που πρεσβεύεται από την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία.
επίρρ...
ορθοδόξως και ορθόδοξαὀρθοδόξως)
με ορθόδοξο τρόπο. '
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. πολύδοξος].

Greek Monotonic

ὀρθόδοξος: -ον (δόξα), σωστός στη γνώμη του.

Middle Liddell

ὀρθό-δοξος, ον, δόξα
right in opinion.