διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
και πατησιά, η
ίχνος, αχνάρι από πόδι ανθρώπου ή ζώου («οι πατημασιές στο χιόνι οδήγησαν τους κυνηγούς στη φωλιά της αρκούδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτημα + κατάλ. -σιά, ενώ ο τ. πατησιά < πατώ + κατάλ. -σιά (πρβλ. περπατησιά)].