πατημασιά

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

και πατησιά, η
ίχνος, αχνάρι από πόδι ανθρώπου ή ζώου («οι πατημασιές στο χιόνι οδήγησαν τους κυνηγούς στη φωλιά της αρκούδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτημα + κατάλ. -σιά, ενώ ο τ. πατησιά < πατώ + κατάλ. -σιά (πρβλ. περπατησιά)].