πλεθριαῖος
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
α, ον, of the size of a πλέθρον, φοίνικες X.Cyr.7.5.11; ποταμὸς τὸ εὖρος π. Id.An.1.5.4; γέφυρα π. τὸ πλάτος οὖσα Pl.Criti. 116a; δράκων μῆκος π. Str.16.2.17.
German (Pape)
[Seite 628] von der Größe des πλέθρον; Plat. τὴν γέφυραν πλεθριαίαν τὸ πλάτος οὖσαν, Critia. 116 a; Xen. Cyr. 7, 5, 11 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de la longueur ou de l'étendue d'un arpent.
Étymologie: πλέθρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεθριαῖος -α -ον [πλέθρον] een plethron groot.
Russian (Dvoretsky)
πλεθριαῖος: величиной в (один) плетр (φοίνικες Xen.): τὸ εὖρος π. Xen. и π. τὸ πλάτος Plat. шириною в плетр.
Greek (Liddell-Scott)
πλεθριαῖος: -α, -ον, ἑνὸς πλέθρου, ἰσόμετρος πλέθρῳ, φοίνικες Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ποταμὸς τὸ εὖρος πλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 5. 4. γέφυρα πλ. τὸ πλάτος οὖσα Πλάτ. Κριτί. 116Α· δράκων μῆκος πλ. Στράβ. 755.
Greek Monolingual
-α, -ο / πλεθριαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει μήκος ενός πλέθρου («γέφυρα πλεθριαία τὸ πλάτος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέθρον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μεδιμνιαίος)].
Greek Monotonic
πλεθριαῖος: -α, -ον (πλέθρον), πλατύς ή φαρδύς ίσα με ένα πλέθρο, σε Ξεν.
Middle Liddell
πλεθριαῖος, η, ον πλέθρον
broad or long, Xen.