χαμόθεν
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
English (LSJ)
v. χαμᾶθεν.
French (Bailly abrégé)
mauv. leç. p. χαμᾶθεν.
German (Pape)
adv., spätere, unatt. Form statt χαμᾶθεν, vgl. Lobeck Phryn. 94; Xen. Hell. 7.2.7; Artemid. 2.25.
Russian (Dvoretsky)
χᾰμόθεν: adv. Xen., Plut., Luc. = χαμᾶθεν.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμόθεν: ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. χαμᾶθεν.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. από το έδαφος, χαμᾶθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του επιρρ. χαμᾶθεν, σχηματισμένος από το θ. του χαμαί με επιρρμ. κατάλ. -όθεν (πρβλ. τηλόθεν)].
Greek Monotonic
χᾰμόθεν: επίρρ. χαμᾶθεν, σε Ξεν.
Middle Liddell
= χαμᾶθεν, Xen.]