κεράς

From LSJ
Revision as of 06:56, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεράς Medium diacritics: κεράς Low diacritics: κεράς Capitals: ΚΕΡΑΣ
Transliteration A: kerás Transliteration B: keras Transliteration C: keras Beta Code: kera/s

English (LSJ)

(A), άδος, ἡ, poet. fem. of κεραός, Eust. 1625.45; but in Hsch., κεραΐδες· τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα.
κεράς (B), Adv. mixed, glossed by κεραστικῶς, Call.Fr.anon.34.

German (Pape)

[Seite 1421] gemischt, = κεραστικῶς, Suid., vgl. Lob. Paralip. p. 223. άδος, ἡ, gehörnt, fem. zu κεραός, bei Eust. 1625, 43 = κεραΐς .

Greek (Liddell-Scott)

κεράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ κεραός, Εὐστ. 1625. 45· καθ’ Ἡσύχ. «κεράδες· τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα».

Greek Monolingual

(I)
κεράς, -άδος, ἡ (Α)
ποιητ. τ. θηλ. του κεραός.
(II)
κεράς (Α)
επίρρ. αναμεμιγμένα, ανάμικτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κερα- του κεράννυμι (πρβλ. εκάς)].
(III)
ο κερί
ο κατασκευαστής ή πωλητής κηρού ή κεριών.