contener
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
ἀθροίζω, ἀμπίσχω, ἀναστέλλω, ἀνείργω, ἀνέχω, ἀντιλαμβάνω, ἀπείργω, ἀποκρατέω, βαστάζω, δάμνημι, δέχομαι, διακατέχω, διακρατέω, διεγκόπτω, διέχω, δυσκάθεκτος, ἐγκαθείργω, ἐγκατέχω, ἐγχανδάνω, ἐμπεριείργω, ἐμπεριέχω, ἐναποστέγω, ἔνειμι, περιέχω, περιίσχω, περρέχω