ἀποκρατέω
English (LSJ)
A exceed all others, ὁ νεῖλος πλήθεϊ [ὕδατος] ἀ. Hdt.4.50, cf. 75.
II trans., control, remedy, ἐντεροκήλας Dsc.4.9.
2 withhold, retain, τροφήν Plu.2.494d; keep one's hands from, ξιφῶν J.BJ4.5.4.
3 retain in memory, c. gen., μαθημάτων Sor.1.3.
Spanish (DGE)
I intr.
1 sobrepasar a todos ὁ Νεῖλος πλήθεϊ ... ἀποκρατέει Hdt.4.50, cf. 75.
2 c. gen. dominar fig. conocer τί γὰρ διήνεγκε τούτων ἢ ἐκείνων ἀποκρατεῖν; S.E.M.1.257
•memorizar, retener en la memoria μαθημάτων Sor.4.21.
II tr. reducir, contener ἐντεροκήλας Dsc.4.9, τὰς βλαστάς Meth.Symp.10.5 (p.127.23)
•retener τὴν τροφήν de un ave en el buche, Plu.2.494d
•chocar, coger las manos ἀποκρατούντων τὰς ἀλλήλων χεῖρας A.Io.94.
III abstenerse de, privarse de c. gen. τῆς τροφῆς Ps.Callisth.2.33B, τῶν ξιφῶν I.BI 4.340.
German (Pape)
[Seite 308] übertreffen, τινά Her. 4, 75; ab-, zurückhalten, Sp., wie Plut., τὴν τροφήν de am. prol. 2.
French (Bailly abrégé)
ἀποκρατῶ :
1 être assez fort pour écarter ; être le plus fort, surpasser, acc.;
2 retenir, empêcher.
Étymologie: ἀπό, κρατέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκρᾰτέω:
1 превосходить (τινά τινι Her.);
2 задерживать (τὴν τροφὴν τῷ στόματι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρᾰτέω: ὑπερέχω πάντας τοὺς ἄλλους, ὑπερβαίνω, Λατ. superare, ὁ Νεῖλος πλήθεϊ [ὕδατος] ἀποκρατέει Ἡρόδ. 4. 50, πρβλ. 75. ΙΙ. μεταβ., θεραπεύω, ἐντεροκήλας ἀποκρατεῖ καταπλασσόμενον Διοσκ. 4. 9. 2) κρατῶ ὀπίσω, ἐμποδίζω, τροφήν Πλούτ. 2. 494Α.
Greek Monotonic
ἀποκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, υπερέχω, υπερτερώ έναντι όλων των άλλων, Λατ. superare, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
to exceed all others, Lat. superare, Hdt.