ἑτερήμερος

From LSJ
Revision as of 07:05, 15 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερήμερος Medium diacritics: ἑτερήμερος Low diacritics: ετερήμερος Capitals: ΕΤΕΡΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: heterḗmeros Transliteration B: heterēmeros Transliteration C: eterimeros Beta Code: e(terh/meros

English (LSJ)

ον, on alternate days, day and day about, ζώουσ' ἑτερήμεροι, of the Dioscuri, Od.11.303, cf. Ph. 2.189, Jul.Or.4.147a; ἑ. ὁ βίος τῶν ἀσκητῶν Ph.1.643; of an intermittent fever, Orph.L.633.

German (Pape)

[Seite 1048] einen Tag um den andern, z. B. wie Castor u. Pollux, ζώουσ' ἑτερήμεροι Od. 11, 303; vom Wechselfieber, Orph. Lith. 17, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit un jour sur deux en parl. de Castor et Pollux.
Étymologie: ἕτερος, ἡμέρα.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερήμερος: чередующийся через день: ἄλλοτε μὲν ζώουσιν ἑτερήμεροι, ἄλλοτε δὲ τεθνᾶσιν Hom. (Кастор и Полидевк) попеременно через день то живут, то умирают.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερήμερος: -ον, ὁ ἡμέραν παρ’ ἡμέραν (ζῶν), περὶ τῶν Διοσκούρων, ἄλλοτε μὲν ζώουσ’ ἑτερήμεροι, ἄλλοτε δ’ αὗτε τεθνᾶσιν Ὀδ. Λ. 303, πρβλ. Φίλωνα 2. 189· ἐπὶ διαλείποντος πυρετοῦ, Ὀρφ. Λιθ. 627. ― Ἐπίρρ. ἑτερημέρως Ν. Χων. σ. 596. 2, ἔκδ. Β.

English (Autenrieth)

(ἡμέρη): on alternate days, pl., Il. 11.303†.

Greek Monolingual

ἑτερήμερος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει μέρα παρά μέρα (για τους Διοσκούρους)
2. αυτός που συμβαίνει μέρα παρά μέρα.
επίρρ...
ἑτερημέρως
(Μ) μέρα παρά μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ήμερος (< ημέρα), πρβλ. τριήμερος].

Greek Monotonic

ἑτερήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που γίνεται μέρα παρά μέρα, αυτός που ζει μέρα παρά μέρα, λέγεται για τους Διόσκουρους, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἑτερ-ήμερος, ον ἡμέρα
on alternate days, day and day about, of the Dioscuri, Od.