μυρμήκια
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
τά, = μυρμηκιά III. 1, Cels. 5.28.14.
German (Pape)
[Seite 220] τά, auch μυρμηκίαι, αἱ, formicationes, Warzen an der flachen Hand oder an der Fußsohle, die platt aufsitzen, nicht wie ἀκροχορδών an einem Stiele hangen, Medic. – Bei Plut. Music. 30 sagt Pherecrat. com. vom Musiker Timotheus οὗτος ἅπαντας παρελήλυθεν ἄγων ἐκτραπέλους μυρμηκίας, Triller und andere Künsteleien in der Musik, die wie Ameisen im Ohre kribbeln oder so verschlungen wie die Gänge der Ameisen sind; vgl. Ar. Th. 100, wo es von dem Dichter Agatho heißt μυρμήκων ἀτραποὺς διαμινυρίζεται, wo der Schol. erkl. λεπτὰ καὶ ἀγκύλα μέλη ἀνακρούεται· τοιαῦται γὰρ αἱ τῶν μυρμήκων ὁδοί.
Greek Monolingual
η
ιατρ. καλοήθης όγκος της επιδερμίδας που προκαλείται από ιό, εντοπίζεται συνήθως στο άκρο χέρι, στα δάχτυλα τών χεριών, γύρω ή κάτω από τα νύχια και μερικές φορές στο πρόσωπο και είναι μολυσματική πάθηση, κν. μυρμηγκιά και μυρμηκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυρμηγκιά].