ἔνθεσις
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἐντίθημι)
A putting in, insertion, τοῦ νῦ Pl.Cra.426c; εἴδους Plot.5.9.3, cf. Porph.Abst.4.20; putting into the mouth, τῆς τροφῆς Aret.CA1.4.
II that which is put in the mouth, mouthful, Ar.Eq.404 (troch.), Pherecr.108.6, Telecl.1.10, Hermipp.41, etc.
2 grafting, graft, Ph.1.301, Gp.10.37.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I concr.
1 bocado εἴθε ... ἐκβάλοις τὴν ἔνθεσιν ¡ojalá arrojaras lo que devoras! Ar.Eq.404, αὐτομάτην τὴν ἔνθεσιν χωρεῖν Pherecr.113.6, cf. Telecl.1.10, Antiph.202.12, προσάπτεται μὲν ἄκροις τοῖς δακτύλοις ... τὰς ἐνθέσεις Luc.DMeretr.6.3, cf. Eust.1134.5, Θετταλικὴ ἔ. bocado tesalio, e.d., gran bocado, de comilón Hermipp.42.2.
2 bot. injerto Ph.1.301, Gp.10.37.1.
II como n. de acción, frec. c. gen.
1 ingestión, ingesta τῆς τροφῆς Aret.CA 1.4.14, cf. Porph.Abst.2.48, 4.20.
2 imposición εἴδους Plot.5.9.3
•gram. epéntesis τοῦ νῦ Pl.Cra.426c, cf. Eust.898.64, 1818.3.
3 acción de meter entre o dentro, introducción, inserción ἡ τοῦ λίθου εἰς τὸ στέλεχος ἔ. Gp.5.35.2, ἀγγεῖον κεράμιον εἰς πυρὸς ἔνθεσιν Hsch.
4 bot. acción de injertar, injerta ἔ. ἀμπέλου Gp.10.75.6. Cf. ἐντίθημι.
German (Pape)
[Seite 842] ἡ, das Hineinsetzen, -schieben, z. B. eines Buchstaben, Plat. Crat. 426 c; – der Bissen, den man in den Mund steckt (VLL. ψωμοί), Ar. Equ. 403; Antiphan. bei Ath. III, 104 a; vgl. Stratt. ib. XIV, 622 a; Luc. D. Heretr. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
introduction.
Étymologie: ἐντίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἔνθεσις: εως ἡ
1 вставка (τοῦ «ν» Plat.);
2 (отправляемый в рот) кусок пищи Arph., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθεσις: -εως, ἡ, (ἐντίθημι), τὸ ἐντιθέναι, παρεμβάλλειν, Πλάτ. Κρατ. 426C: τὸ ἐντιθέναι εἰς τὸ στόμα, ἐς ἔνθεσιν τῆς τροφῆς Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4. ΙΙ. τὸ τιθέμενον εἰς τὸ στόμα τεμάχιον, βλωμός, «βοῦκκα», «μπουκκιά», Ἀριστοφ. Ἱππ. 404, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 6, Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 10, Ἕρμιππος ἐν «Μοίραις» 4, κτλ. 2) ἡ πρᾶξις τοῦ ἐντιθέναι τὸ ἔνθεμα ἐν τῷ ἐγκεντρίζειν, ἀμφοτέρων δὲ τῶν προειρημένων δεῖ σύντομον τὴν ἔνθεσιν ποιεῖσθαι Γεωπ. 10. 75, 6.
Greek Monotonic
ἔνθεσις: -εως, ἡ (ἐντίθημι), τοποθέτηση, χώσιμο· επίσης, κομμάτι τροφής που μπαίνει στο στόμα, μπουκιά, χαψιά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἔνθεσις, εως ἐντίθημι, a putting in: also a piece put in, a mouthful, Ar.
Translations
Bulgarian: вмъкване; Catalan: inserció; Danish: indkast; French: insertion; Ancient Greek: παρένταξις, ἔνθεσις; Indonesian: pemasukan; Italian: inserzione; Maori: kōurunga, kuhinga, kōkuhunga; Portuguese: inserção; Quechua: sat'iy; Romanian: inserție, inserare; Spanish: inserción