ἀστραγαλωτός

From LSJ
Revision as of 09:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰγᾰλωτός Medium diacritics: ἀστραγαλωτός Low diacritics: αστραγαλωτός Capitals: ΑΣΤΡΑΓΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: astragalōtós Transliteration B: astragalōtos Transliteration C: astragalotos Beta Code: a)stragalwto/s

English (LSJ)

ἀστραγαλωτή, ἀστραγαλωτόν,
A made of ἀστράγαλοι, μάστιξ Crates Com.35, Plu.2.1127c; ἱμάς Posidon.9.
II ἀστραγαλωτή, ἡ, name of a plant, Philum. Ven.7.11; dub.in Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).150.26.
2 (sc. στυπτηρία) a kind of alum, Gal.12.237.

Spanish (DGE)

(ἀστρᾰγᾰλωτός) -ή, -όν
I 1hecho con huesos de taba μάστιξ Crates Com.40, Plu.2.1127c, ἱμάς Posidon.57.
2 talar, que llega a los tobillos χιτών Thdt.Qu.in 2Re.28 (p.92).
II subst. ἀστραγαλωτή, ἡ
1 bot. n. de una planta Philum.Ven.7.11, Harp.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).150.26.
2 cierta clase de alumbre Gal.12.237.

German (Pape)

[Seite 377] von Knöcheln, ἱμᾶσιν ἀστραγαλωτοῖς μαστιγοῦσθαι Parthon bei Ath. IV, 153 a, mit Knöcheln durchflochtene Knute, vgl. πολυαστράγαλος. So ἡ ἀστραγαλωτὴ μάστιξ Crates Poll. 10, 54; ohne μάστιξ, dieselbe Knute, Plut. adv. Col. 33 extr., Strafinstrument der Gallier. Vgl. ἀστράγαλος 2).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni d'osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρᾰγᾰλωτός: с вплетенными внутрь бабками (μάστιξ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγᾰλωτός: -ή, -όν, κατεσκευασμένος ἐξ ἀστραγάλων, ἴδε ἐν λ. ἀστράγαλος IV.

Greek Monolingual

ἀστραγαλωτός, -ή, -όν (Α)
1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» — μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια
2. ονομασία φυτού
3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» — είδος στύψης (Γαληνός)
4. «ἀστραγαλωτός χιτών» — αυτός που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους, μακρύς.