σκολύπτω

From LSJ
Revision as of 09:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολύπτω Medium diacritics: σκολύπτω Low diacritics: σκολύπτω Capitals: ΣΚΟΛΥΠΤΩ
Transliteration A: skolýptō Transliteration B: skolyptō Transliteration C: skolypto Beta Code: skolu/ptw

English (LSJ)

= κολούω, κολοβόω, ἐκτίλλω, Hsch. σκολύφρα· σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής, Id.; cf. σκολύβρα. σκομβρίζω, A = γογγύζω, Id., Phot.; also, = ῥαθαπυγίζω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 902] stutzen, verstümmeln, beschneiden, κολούω, ἐκτίλλω, σπαράττω, VLL.; im obscönen Sinne, das männliche Glied von der Vorhaut entblößen, s. ἀποσκολύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

σκολύπτω: κολούω, κολοβόω, «ἐκτίλλω, κολούω» καὶ «σκολύψαι· κολοῦσαι. κολοβῶσαι» Ἡσύχ.· πρβλ. ἀποσκ-.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «κολούω, κολοβῶ, ἐκτίλλω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με επίθημα - από την ίδια ρίζα με το ρ. σκάλλω «σκαλίζω, γλύφω» (βλ. και λ. σκόλοπας). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκόλλυς και σκόλυθρον, ενώ δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεση του με τον τ. «σκολύφρα
σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής»].