ἴγδισμα

From LSJ
Revision as of 09:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴγδισμα Medium diacritics: ἴγδισμα Low diacritics: ίγδισμα Capitals: ΙΓΔΙΣΜΑ
Transliteration A: ígdisma Transliteration B: igdisma Transliteration C: igdisma Beta Code: i)/gdisma

English (LSJ)

-ατος, τό, (from ἰγδίζω, which is not found) pounding: hence, a dance, in which the loins were moved like a pestle, EM464.51, Suid.

German (Pape)

[Seite 1235] τό, das Stoßen im Mörser. Nach E. M. ein von seinem Stampfen benannter Tanz.

Greek (Liddell-Scott)

ἴγδισμα: τό, (ἐκ τοῦ ἰγδίζω, ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ) κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου· - εἶδος ὀρχήσεως, καθ’ ἣν οἱ πόδες συνεχῶς ἐπλήττοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (464. 51), «εἶδος ὀρχήσεως ἐν ᾗ ἐλύγιζον ἐμφερῶς τῷ δοίδυκι». - Κατὰ Σουΐδ.: «ἴγδισμα, λύγισμα».

Greek Monolingual

ἴγδισμα, τὸ (Α)
1. κοπάνισμα
2. είδος χορού κατά τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν συνεχώς στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην αρχ. ιγδίζω «κοπανώ με το γουδί»].