θρίασις
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
[θρῑ], εως, ἡ, (θριάζω) poetic rapture. Suid. s.v. θρίαμβος.
German (Pape)
[Seite 1218] ἡ, poetische Begeisterung, Suid. v. θρίαμβος.
Greek (Liddell-Scott)
θρίᾰσῐς: -εως, ἡ, (θριάζω) ποιητικὴ ἔκστασις, παραφορά, μανία, Σουΐδ. ἐν λ. θρίαμβος.
Greek Monolingual
θρίασις, ἡ (Α)
ενθουσιασμός, μαντική έκσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριάζω (< θριαί) «βρίσκομαι σε έκσταση, προφητεύω»].