ὑπερώτατος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
η, ον, poet. Sup. for ὑπέρτατος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1205] poet. = ὑπέρτατος, Pind. N. 8, 43.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερώτατος: Pind. = ὑπέρτατος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερώτατος: -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. ἀντὶ ὑπέρτατος, Πινδ. Ν. 8. 73.
Greek Monolingual
-άτη, -ον, Α
υπέρτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί του ὑπέρτατος σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπέρ, μέσω ενός επιθ. ὕπερος.
Greek Monotonic
ὑπερώτατος: -η, -ον, ποιητ. αντί του ὑπέρτατος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὑπερώτατος, η, ον [poetic for ὑπέρτατος, Pind.]