ἀκέρωτος

From LSJ
Revision as of 09:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέρωτος Medium diacritics: ἀκέρωτος Low diacritics: ακέρωτος Capitals: ΑΚΕΡΩΤΟΣ
Transliteration A: akérōtos Transliteration B: akerōtos Transliteration C: akerotos Beta Code: a)ke/rwtos

English (LSJ)

ἀκέρωτον, (κέρας) not horned, AP6.258 (Adaeus).

Spanish (DGE)

-ον sin cuernos μόσχος AP 6.258 (Adaeus).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans cornes.
Étymologie: , κέρως.

German (Pape)

ungehörnt, Add. 1 (IV. 258).

Russian (Dvoretsky)

ἀκέρωτος: Anth. = ἀκέρατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέρωτος: -ον, (κέρας), ὁ μὴ ἔχων κέρας, Ἀνθ. Π. 6. 258.

Greek Monolingual

(I)
ἀκέρωτος, -ον (Α)
ο άκερος.
(II)
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί
2. αυτός που θάφτηκε χωρίς ν' ανάψουν κεριά, δηλ. χωρίς να διαβαστεί η νεκρώσιμη ακολουθία
3. εκείνος που δεν έχει πάρει το χρώμα του κεριού
4. όποιος δεν έχει λερωθεί με σταγόνες από κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κερωτός < κερώνω].

Greek Monotonic

ἀκέρωτος: -ον (κέρας), αυτός που δεν έχει κέρατο, σε Ανθ.

Middle Liddell

κέρας
not horned, Anth.