ἀκέρωτος
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
English (LSJ)
ἀκέρωτον, (κέρας) not horned, AP6.258 (Adaeus).
Spanish (DGE)
-ον sin cuernos μόσχος AP 6.258 (Adaeus).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans cornes.
Étymologie: ἀ, κέρως.
German (Pape)
ungehörnt, Add. 1 (IV. 258).
Russian (Dvoretsky)
ἀκέρωτος: Anth. = ἀκέρατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέρωτος: -ον, (κέρας), ὁ μὴ ἔχων κέρας, Ἀνθ. Π. 6. 258.
Greek Monolingual
(I)
ἀκέρωτος, -ον (Α)
ο άκερος.
(II)
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί
2. αυτός που θάφτηκε χωρίς ν' ανάψουν κεριά, δηλ. χωρίς να διαβαστεί η νεκρώσιμη ακολουθία
3. εκείνος που δεν έχει πάρει το χρώμα του κεριού
4. όποιος δεν έχει λερωθεί με σταγόνες από κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κερωτός < κερώνω].
Greek Monotonic
ἀκέρωτος: -ον (κέρας), αυτός που δεν έχει κέρατο, σε Ανθ.