δεκατευτής
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
δεκατευτοῦ, ὁ, tithe-farmer, Harp.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
perceptor del diezmo Antipho Fr.10, SEG 10.87.5 (Atenas V a.C.) en SEG 22.10, IG 22.1609.97 (Atenas IV a.C.), 7.2227.4 (Tisbe III d.C.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, der Zehendeinnehmer, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τὴν δεκάτην συλλέγων, δεκατηλόγος, τελώνης, Λατ. decumanus, Ἁρπ.
Greek Monolingual
ο (AM δεκατευτής) δεκατεύω
αυτός που εισπράττει τη δεκάτη, ο δεκατιστής
νεοελλ.
ο οικονομικός υπάλληλος που όριζε τον φόρο της δεκάτης γεωργικών προϊόντων.