οἰκόριος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
α, ον, poet. for οἰκούριος.
German (Pape)
[Seite 302] poet. = οἰκούριος, Pind. P. 9, 19, häusliche Gespielinnen.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκόριος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ οἰκούριος.
Greek Monolingual
οἰκόριος, -ία, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. οικούριος.
Greek Monotonic
οἰκόριος: ποιητ. αντί οἰκ-ούριος.
Middle Liddell
poet. for οἰκούριος.]