ἡμικύκλιος

From LSJ
Revision as of 10:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμικύκλιος Medium diacritics: ἡμικύκλιος Low diacritics: ημικύκλιος Capitals: ΗΜΙΚΥΚΛΙΟΣ
Transliteration A: hēmikýklios Transliteration B: hēmikyklios Transliteration C: imikyklios Beta Code: h(miku/klios

English (LSJ)

ἡμικύκλιον, (κύκλος)
A semicircular, Sch. A.R.4.1613:—also ἡμίκυκλος, ον, στοά Philostr.Im.1.12, cf. Hld.8.14.
II as substantive, ἡμι-κύκλιον, τό, semicircle, Arist.APo.41b17, Ph. 264b24; hemisphere, Ach.Tat.Intr.Arat.27, Heph.Astr.2.11; of a tactical formation, κατὰ τὸ ἡ. Onos.21.5.
2 a place for public entertainment or meeting, Plu.Alc.17, Nic.12; Place of assembly at Samos, Porph.VP9.
3 semicircular seat, armchair, Cic.Lael.1.2, Poll.6.9.
4 semicircular dial, Vitr.9.8.1.
5 semicircular statue-base, IG11(2).287B73 (Delos, iii B.C.), BCH29.543 (ibid.); drum of a half-column, Rev.Phil.43.182 (Didym.).
6 barrel-vault, Ph.Bel. 87.12.
7 theatrical machine, described by Poll.4.127, 131.

German (Pape)

[Seite 1168] halbkreisförmig, Schol. Ap. Rh. 4, 1614 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικύκλιος: -ον, (κύκλος) ἀνήκων εἰς ἥμισυ κύκλον, semicircularis, Σχόλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1614· ― ὡσαύτως, ἡμίκυκλος, Ἡλιόδ. 8. 14. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡμίκυκλον, τό, ἡμικύκλιον, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 1, 4, κτλ. 2) τὰ πρῶτα ἑδώλια τοῦ θεάτρου τὰ πλησιέστατα πρὸς τὴν ὀρχήστραν, Πολυδ. Δ΄ 127, 131, Φωτ.· τόπος πρὸς δημόσιαν εὐωχίαν ἢ συνεδρίαν, Πλούτ. Ἀλκιβ. 17. Νικ. 12, πρβλ. Ἰάμβλ. Βίῳ Πυθ. 26. 3) ἕδρα ἡμικυκλώδης, Cic. Lael. 1, Πολυδ. Ϛ΄, 9. 4) ἡμικυκλικὸν ὡρολόγιον (ἡλιακόν), Vitruv. 9. 8.

Greek Monolingual

-ο (AM ἡμικύκλιος, -ον)
1. ημικυκλικός
2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιο
α) το μισό του κύκλου
β) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιον
α) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικό
β) στρατιωτικός τακτικός σχηματισμός
γ) ημικυκλικό ηλιακό ρολόγι
δ) τόπος διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσεις
ε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο, που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικά
στ) ο τόπος δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμο
ζ) ημικυκλική βάση αγάλματος
η) θόλος
θ) θεατρική μηχανή
ι) ήμισφαίριον
ια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό αναπαυτήριο στις Θέρμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κύκλ-ιος (< κύκλος)].