λιθοτόμος

From LSJ
Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοτόμος Medium diacritics: λιθοτόμος Low diacritics: λιθοτόμος Capitals: ΛΙΘΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: lithotómos Transliteration B: lithotomos Transliteration C: lithotomos Beta Code: liqo/tomos

English (LSJ)

(parox.), ον,
A for cutting stones, ὄργανα Agath.1.10: Subst. λ., ὁ, prob. for λιθοδόμος in X.Cyr.3.2.11; quarryman, IG12.347.36, 22.1680.4; mason, Gal.Thras.43, PAmh.2.76.9 (ii/iii A.D.).
II Subst., λ., ὁ, surgeon who cuts for the stone, Gal.1.125, Thras.24; but, who cuts the stone (internally), Ammonius ὁ λ. Cels.7.26.3.
b λιθοτόμον, τό, knife for cutting for the stone, Paul.Aeg.6.60.

German (Pape)

[Seite 46] Steine hauend, brechend, – τὸ λιθοτόμον, ein Instrument zum Ausschneiden des Blasensteins, Medic. – Aber λιθότομος, aus Stein gehauen, geschnitten, Cyrill.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe la pierre ; ὁ λιθοτόμος tailleur de pierre ; ὁ λιθοτόμος, τὸ λιθοτόμον instrument de chirurgie pour la taille de la pierre.
Étymologie: λίθος, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

λιθοτόμος: ὁ Xen. = λιθοκόπος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοτόμος: -ον, ὁ κόπτων λίθους· - λιθοτόμος, ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ λιθοδόχος, ἐν Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11. ΙΙ. ὁ διὰ τομῆς ἐξάγων τὸν λίθον τῆς κύστεως, λιθοτόμον, τό, μάχαιρα πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.

Greek Monolingual

-ο (Α λιθοτόμος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο λιθοτόμος
αυτός που κόβει ή οξορύσσει πέτρες, λατόμος
αρχ.
1. ο κατάλληλος για τη θραύση λίθων
2. το αρσ. ως ουσ. α) κτίστης
β) χειρουργός που αφαιρούσε τους λίθους της κύστης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοτόμον
είδος χειρουργικού εργαλείου για τη θραύση τών λίθων της ουροδόχου κύστεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. δρυτόμος, λατόμος.

Greek Monotonic

λῐθοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που κόβει λίθους, σε Ξεν.

Middle Liddell

λῐθο-τόμος, ὁ, τέμνω
a stone-cutter, Xen.