ἀμφικρέμαμαι
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
Pass.,
A hang round, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, cf. O.7.24. ἀμφικρεμής, ές, overhanging, σκόπελος AP9.90 (Alph.).
2 hanging round shoulder, φαρέτρη APl.4.212 (Alph.); χλαμύς App.Anth.3.166 (Procl.). ἀμφίκρημνος, ον, with cliffs all round, ἄγκος E.Ba.1051.
II melaph., ἀπάτη ἀ. deceit which is always on the edge of the precipice, Ps.-Luc.Philopatr.16.
Spanish (DGE)
estar colgado alrededor de, pender sobre φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, c. tmesis ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.O.7.25.
German (Pape)
[Seite 140] (s. κρεμάννυμι), rings umschweben, ἐλπίδες φρένας Pind. I. 2, 43.
French (Bailly abrégé)
être suspendu autour de ou sur, acc..
Étymologie: ἀμφί, κρέμαμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφικρέμᾰμαι: досл. висеть вокруг, перен. носиться, парить (φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικρέμαμαι: παθ., κρέμαμαι ὁλόγυρα, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Πινδ. 1. 2. 64, πρβλ. Ο. 7. 44.
English (Slater)
ἀμφικρέμαμαι pass. c. acc., hang round ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφᾰκρέμανται ἐλπίδες 1. 2. 43.
Greek Monolingual
ἀμφικρέμαμαι (Α)
κρέμομαι γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρέμομαι].
Greek Monotonic
ἀμφικρέμᾰμαι: Παθ., κρέμομαι ολόγυρα, σε Πίνδ.