κερατοειδής

From LSJ
Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτοειδής Medium diacritics: κερατοειδής Low diacritics: κερατοειδής Capitals: ΚΕΡΑΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: keratoeidḗs Transliteration B: keratoeidēs Transliteration C: keratoeidis Beta Code: keratoeidh/s

English (LSJ)

κερατοειδές,
A like horn, χιτών external coat of the eye, Cels.7.7.13, Poll.2.70, Aët. 7.1, etc.
2 applied to a part of the coat, opp. λευκός, Ruf.Onom. 27, cf. Gal.UP10.3 (distinguishing cornea from sclera).
II hornshaped, λοβοί Dsc.2.158; γωνίαι J.BJ5.5.6; μορφή Sch.Arat. 779.
III sounding like a horn, ἦχοι D.H.Comp.14.

German (Pape)

[Seite 1422] ές, hornartig; χιτών, Hornhaut, Poll. 2, 70; Medic.; – ἦχος, von den durch die Nase gesprochenen Buchstaben μ u. ν, D. Hal. de C. V. 14; – hornförmig, τὸ κ. τῆς σελήνης Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κέρας, χιτών, ὑμὴν κ., τοῦ ὀφθαλμοῦ, Γαλην., πρβλ. Θεοφυλ. Πρωτοσπ. σ. 161, Greenhill. 2) ἔχων τὸ σχῆμα κέρατος, γωνίαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5. 6· τὸ κ. τῆς σελήνης Ἐκκλ. ΙΙ. ἠχῶν ὡς κέρας, Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συν. σ. 170.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ κερατοειδής, -ές)
1. αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που μοιάζει με το κέρατο ως προς το σχήμα («α. κερατοειδεῖς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης»)
2. φρ. ανατ. «κερατοειδής χιτώνας» — ή «κερατοειδής υμένας» — ο εμπρόσθιος εξώτατος ινώδης διαφανής χιτώνας του οφθαλμού
νεοελλ.
1. όμοιος με κέρατο ως προς τη σύσταση
2. εκείνος που συνίσταται από κερατίνη
3. φρ. a) «κερατοειδής στιβάδα της επιδερμίδας» — η επιφανειακή στιβάδα της επιδερμίδας, που αποτελείται από κύτταρα τα οποία αποβάλλονται και ανανεώνονται από νέα της αμέσως κατώτερης στιβάδας
β) «κερατοειδής χόνδρος» — ο καθένας από τους μικρούς αγγιστροειδείς χόνδρους οι οποίοι σχηματίζουν την κορυφή τών αρυταινοειδών χόνδρων του λάρυγγα
γ) «κερατοειδής απαγωγός» — είδος αλεξικέραυνου το οποίο χρησιμοποιείται για την προστασία τών ηλεκτρικών γραμμών από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις
αρχ.
αυτός που ηχεί σαν κέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -ειδής (< εἶδος). Ως επιστημον. όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornea].