εὐεπίφορος

From LSJ
Revision as of 10:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίφορος Medium diacritics: εὐεπίφορος Low diacritics: ευεπίφορος Capitals: ΕΥΕΠΙΦΟΡΟΣ
Transliteration A: euepíphoros Transliteration B: euepiphoros Transliteration C: evepiforos Beta Code: eu)epi/foros

English (LSJ)

εὐεπίφορον,
A inclined, prone, πρός τι Corn. ND35; εἴς τι Sch.Ar.Pl.990: Comp., Phld.Lib.p.43 O.; especially of authors who are fond of particular phrases, freq. in Gramm., ἐπί… Sch.S.Aj.693: c. inf., Sch.E.Ph.4. Adv. εὐεπιφόρως = v.l. in Sch.Pi.P.4.207; εὐ. ἔχειν πρός τι Str.1.2.20.
II leading easily, ὁδὸς ἐπί τινα D.H.10.46.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht wohin getragen, geneigt wozu, εἴς τι, Schol. Ar. Plut. 990; auch ἐπί τι u. πρός τι, Sp. – Adv., εὐεπιφόρως ἔχει πρὸς τὴν θάλασσαν, er kommt gern darauf zu sprechen, Strab. I p. 28.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίφορος: -ον, εὐκόλως φερόμενος πρὸς τι, ἐπικλινής, ἐπιρρεπής, εἰς, πρός, ἐπί τι Κλήμ. Ἀλλ. 551, κτλ.· ἐπὶ συγγραφέων ἰδιαιτέρως εὐνοούντων φράσεις τινάς, Γραμμ. - Ἐπίρρ. -ρως, ἑκουσίως, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 206· ἐπικλινῶς, εὐ. ἔχειν πρός τι Στράβ. 28.

Greek Monolingual

εὐεπίφορος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εύκολα κλίνει προς κάτι ή παρασύρεται σε κάτιεὐεπίφορος πρὸς τὴν ἀσέλγειαν»)
2. αυτός που οδηγεί κάπου με ευκολίαεὐεπίφορος ὁδὸς ἐπὶ τινα», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐεπιφόρως
1. με ευχαρίστηση, με ευκολία («πρὸς τὴν κακίαν ἔχοντες εὐεπιφόρως φύσει»)
2. εκουσίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-φορος (< επι-φέρω)].