εὐεπίφορος
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
εὐεπίφορον,
A inclined, prone, πρός τι Corn. ND35; εἴς τι Sch.Ar.Pl.990: Comp., Phld.Lib.p.43 O.; especially of authors who are fond of particular phrases, freq. in Gramm., ἐπί… Sch.S.Aj.693: c. inf., Sch.E.Ph.4. Adv. εὐεπιφόρως = v.l. in Sch.Pi.P.4.207; εὐ. ἔχειν πρός τι Str.1.2.20.
II leading easily, ὁδὸς ἐπί τινα D.H.10.46.
German (Pape)
[Seite 1065] leicht wohin getragen, geneigt wozu, εἴς τι, Schol. Ar. Plut. 990; auch ἐπί τι u. πρός τι, Sp. – Adv., εὐεπιφόρως ἔχει πρὸς τὴν θάλασσαν, er kommt gern darauf zu sprechen, Strab. I p. 28.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπίφορος: -ον, εὐκόλως φερόμενος πρὸς τι, ἐπικλινής, ἐπιρρεπής, εἰς, πρός, ἐπί τι Κλήμ. Ἀλλ. 551, κτλ.· ἐπὶ συγγραφέων ἰδιαιτέρως εὐνοούντων φράσεις τινάς, Γραμμ. - Ἐπίρρ. -ρως, ἑκουσίως, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 206· ἐπικλινῶς, εὐ. ἔχειν πρός τι Στράβ. 28.
Greek Monolingual
εὐεπίφορος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εύκολα κλίνει προς κάτι ή παρασύρεται σε κάτι («εὐεπίφορος πρὸς τὴν ἀσέλγειαν»)
2. αυτός που οδηγεί κάπου με ευκολία («εὐεπίφορος ὁδὸς ἐπὶ τινα», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐεπιφόρως
1. με ευχαρίστηση, με ευκολία («πρὸς τὴν κακίαν ἔχοντες εὐεπιφόρως φύσει»)
2. εκουσίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-φορος (< επι-φέρω)].