φιλανδρία
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ἡ,
A love for a husband, Ph.2.36, Luc.Halc.2, IG5(1).1249 (Cyparissia), 14.1976, Lib.Or.29.14: pl., examples of wifely affection, App.BC4.36.
II wifely jealousy, E. Andr.229.
2 in later Gr. in bad sense, love of the male sex, Hermog. Id.2.5.
German (Pape)
[Seite 1274] ἡ, Liebe zum Manne, zum Gatten; Eur. Andr. 228; Luc. Halc. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 amour d'une femme pour les hommes;
2 amour d'une femme pour son époux.
Étymologie: φίλανδρος.
Russian (Dvoretsky)
φιλανδρία: ἡ
1 любовь к мужчинам, мужелюбие (sc. Ἑλένης Eur.);
2 любовь к своему мужу (sc. τῆς Ἀλκυόνος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλανδρία: ἡ, ἡ πρὸς ἄνδρα ἀγάπη, Εὐριπ. Ἀνδρ. 228. 2) ἡ πρὸς τὸν ἄνδρα, δηλ. τὸν σύζυγον ἀγάπη, Λουκ. Ἁλκ. 2. Ἀνθ. Π. παράρτημ. 313, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκ.) 497a, πρβλ. 642. 16.
Greek Monolingual
ἡ, Α φίλανδρος
1. η αγάπη προς τον άνδρα, προς τον σύζυγο («οἰκουρίαν γυναικὸς καὶ φιλανδρίαν», Γρηγ. Ναζ.)
2. η υπερβολική επιθυμία για ερωτική επαφή με άνδρα
3. συζυγική ζήλεια.
Greek Monotonic
φῐλανδρία: ἡ,
1. αγάπη για το ανδρικό φύλο, σε Ευρ.
2. αγάπη για το σύζυγο, σε Λουκ., Ανθ.
Middle Liddell
φῐλανδρία, ἡ,
1. love for the male sex, Eur.
2. love for a husband, Luc., Anth. [from φίλανδρος
English (Woodhouse)
fondness for one's husband, love for one's husband, love of men