ἀπαυχενίζω

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαυχενίζω Medium diacritics: ἀπαυχενίζω Low diacritics: απαυχενίζω Capitals: ΑΠΑΥΧΕΝΙΖΩ
Transliteration A: apauchenízō Transliteration B: apauchenizō Transliteration C: apafchenizo Beta Code: a)pauxeni/zw

English (LSJ)

A cut off by the neck, D.S.34.2.22.
II ταῦρον ἀ. tame a bull by forcing back his neck, Philostr.Her.12b, cf. Philostr. Jun.Im.2.
III shake off the yoke from the neck, get free by struggling, Phld.Lib.p.34 O., Ph.1.305.

Spanish (DGE)

1 degollar abs., D.S.34.2.22.
2 doblegar, doblegar el cuello hacia atrás ταῦρον Philostr.Her.12b, ταύρους Philostr.Iun.Im.1.2 (p.292), fig. Ph.1.305.
3 fig. sacudir el yugo πολλοὺς εἰκὸς ἀπαυχενίζειν τῶν νέων Phld.Lib.p.34.

German (Pape)

[Seite 283] 1) ταῦρον, Philostr. iun. imag. 2, einen Stier bändigen, indem man ihm den Hals zurückzieht, – 2) vom Halse das Joch abschütteln, sich befreien, Sp., wie Philo. – 3) Bei D. Sic. 34 den Hals abschneiden.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαυχενίζω: перерезать шею Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυχενίζω: ἀποκόπτω τὸν λαιμόν, Διοδ. Ἐκλογ. 529. ΙΙ. ἀπαυχενίζω ταῦρον, δαμάζω ταῦρον ἕλκων ὀπίσω τὸν αὐχένα αὐτοῦ, φιλόστρ. 722, 864. ΙΙΙ. ἀποσείω τὸν ζυγὸν ἀπὸ τοῦ αὐχένος, ἀπελευθεροῦμαι διὰ προσπαθείας ἢ ἀγῶνος, καθίσταμαι ἀνυπότακτος, ἀφηνιάζω. Φίλων 1. 305, κτλ.: ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπαυχένισις, εως, ἡ, ζυγοῦ Νικήτ. Χρον. 238C.

Greek Monolingual

ἀπαυχενίζω (Α)
1. κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω
2. δαμάζω ταύρο τραβώντας τον αυχένα προς τα πίσω
3. απελευθερώνω τον αυχένα από ζυγό ή από λαβή του αντίπαλου παλαιστή.