τερματίζω

From LSJ
Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερμᾰτίζω Medium diacritics: τερματίζω Low diacritics: τερματίζω Capitals: ΤΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: termatízō Transliteration B: termatizō Transliteration C: termatizo Beta Code: termati/zw

English (LSJ)

limit, bound, Str.9.4.2; make an end of, finish, τι S.E.M.10.102; τρεῖς δεκάδας Epigr.Gr.539 (Phanagoria):—Pass., τ. εἰς τὸ ἄδηλον Hippod. ap. Stob.4.34.71, cf. Ruf.Anat.38, Gal. 14.794, Vett.Val.245.10:—Med., have as one's end, γῆρας τ. βαρύ E. Fr.952 cod.Orion. (ἑρμ- Nauck).

German (Pape)

[Seite 1094] begränzen; ψαῦσιν, S. Emp. adv. phys. 2, 102; Strab.; VLL.

Russian (Dvoretsky)

τερμᾰτίζω: кончать, оканчивать (τι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

τερμᾰτίζω: ὡς τὸ ὁρίζω, Στράβ. 425· ἐπιθέτω τέρμα, τελειώνω, τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 102· τρεῖς δεκάδας Συλλ. Ἐπιγρ. 2127. - Παθ., τ. εἰς τὸ ἄδηλον Στοβ. 534. 41.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τέρμα, -ατος]
1. θέτω τέρμα σε κάτι (α. «τερμάτισε την προσπάθειά του» β. «τερματίζοντα τὴν κυκλικὴν αποκατάστασιν», Επιφάν.)
2. (το μέσ.) τερματίζομαι
λήγω, καταλήγω, τελειώνω (α. «σήμερα τερματίζονται οι εργασίες της διάσκεψης» β. «ἐπὶ τὰ ἄνω χωρεῖν καὶ ἐκεῖ τερματίζεσθαι», Γαλ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) (κυρίως σε αγώνα ταχύτητας ή αντοχής) φθάνω στο τέρμα («τερμάτισε πρώτος»)
2. μτφ. α) σταματώ, διακόπτω («τερμάτισαν τις συνομιλίες λόγω νέων διαφωνιών που προέκυψαν»)
β) φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω
μσν.
(αμτβ.) έχω ως όριο, περατώνομαι («ἀρχήν μὲν ἔχον [τὸ θέμα] ἀπὸ τῆς Μηροῦ, τερματίζον δὲ μέχρι τῶν ὁρίων Ἰσαυρίας», Κ. Πορφ.)
αρχ.
1. θέτω όρια, ορίζω («Κῡνος δ' ἐστὶ τὸ ἐπίνειον, ἄκρα τερματίζουσα τὸν Ὀπούντιον κόλπον», Στράβ.)
2. μέσ. θέτω τέρμα για χάρη του εαυτού μου.