συνεξέρχομαι

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξέρχομαι Medium diacritics: συνεξέρχομαι Low diacritics: συνεξέρχομαι Capitals: ΣΥΝΕΞΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: synexérchomai Transliteration B: synexerchomai Transliteration C: synekserchomai Beta Code: sunece/rxomai

English (LSJ)

A go or come out with, c. dat., Hdt.5.74, E.Hec.1012, Th.8.61, X.HG3.4.2.
2 of things, Hp.Nat.Hom. 14, Arist.HA587a17, GA783a36, Gal.18(1).135.
3 come out or result in identity with, τινι S.E.M.7.421.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. ἔρχομαι), mit, zugleich herausgehen, τινί; Eur. Hec. 1012; Thuc. 8, 61; Xen. An. 7, 8, 6; bes. zum Angriff, Hell. 3, 4, 2 u. öfter, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

sortir ou partir avec, particul. pour une expédition, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξέρχομαι mede naar buiten gaan of komen, samen (met...) eropuit gaan; met dat. met iem. of iets.

Russian (Dvoretsky)

συνεξέρχομαι:
1 вместе выходить, уезжать, отправляться (τινι Her.): Ἀντισθένει ἐπιβάτης ξυνεξῆλθε Thuc. он отправился с Антисфеном в качестве военного моряка; χρήματα οἷς συνεξῆλθον Eur. имущество, которое я вывезла с собой;
2 одновременно выделяться (μετὰ τοῦ θερμοῦ συνεξέρχεται τὸ ὑγρόν Arst.);
3 одновременно получаться (в результате) (τινι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξέρχομαι: ἐξέρχομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 5. 74, Εὐρ. Ἑκ. 1012, Θουκ. 8. 61, κτλ.· ἰδίως, ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 2, π. Ζ. Γεν. 5. 3, 23, κτλ. 3) καταλήγωἀπολήγω, ἀποβαίνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 421.

Greek Monolingual

Α
1. εξέρχομαι μαζί με άλλον («Μανίω... συνεξῆλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.)
2. (για πράγματα) φέρομαι έξω ταυτοχρόνως («ἐὰν δὲ μὴ συνεξέλθῃ εὐθὺς τὸ ὕστερον... ἀποτέμνεται», Αριστοτ.)
3. επιτίθεμαι
4. καταλήγω, αποβαίνω ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («συνεξέρχεται τῇ ψευδεῖ... φαντασίᾳ», Σέξτ. Εμπ.)
5. (για αθλητές) φέρνω το ίδιο αποτέλεσμα.

Greek Monotonic

συνεξέρχομαι: αόρ. βʹ -εξῆλθον, αποθ., εξέρχομαι, βγαίνω έξω μαζί με κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

aor2 -εξῆλθον
Dep.:— to go or come out with, τινι Hdt., Eur.