ἀκτινοβολία

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτῑνοβολία Medium diacritics: ἀκτινοβολία Low diacritics: ακτινοβολία Capitals: ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ
Transliteration A: aktinobolía Transliteration B: aktinobolia Transliteration C: aktinovolia Beta Code: a)ktinoboli/a

English (LSJ)

ἡ,
A shooting of rays, emission of rays, irradiation, Plu. 2.781a.
II Astrol., aspecting from the left, appearance from the left Thessal. in Cat. Cod.Astr.8(3).138, Porph.Intr.p.18†:—also ἀκτινηβολίη, ἀκτινοβολή Man.1.322.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 emisión de rayos Plu.2.781a, Porph.in Ptol.189.
2 astrol. aspecto por la izquierda Vett.Val.134.17, Thessal. en Cat.Cod.Astr.8(3).138.

German (Pape)

[Seite 86] ἡ, das Strahlenwerfen, Plut. ad princ. iner. 3 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτῑνοβολία:лучеиспускание, сверкание (βρονταὶ καὶ κεραυνοὶ καὶ ἀκτινοβολίαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτῑνοβολία: ἡ, ἡ ἐκπομπὴ ἀκτίνων, Πλούτ. 2. 781Α: παρὰ Μανέθ. 1. 322· ἀκτινηβολίη.

Greek Monolingual

η (Α ἀκτινοβολία) ἀκτινοβόλος
εκπομπή ακτίνων, ακτινοβόλημα
νεοελλ.
1. λάμψη, αντανάκλαση, ανταύγεια
2. η επίδραση για τη διάπλαση πνεύματος και ήθους
3. (Φυσ.) η ροή ή το ρεύμα ατομικών ή υποατομικών σωματιδίων και κυμάτων, όπως είναι αυτά που συνδέονται με τις θερμικές και τις φωτεινές ακτίνες ή με τις ακτίνες Χ.