ἐπεισκυκλέω

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισκυκλέω Medium diacritics: ἐπεισκυκλέω Low diacritics: επεισκυκλέω Capitals: ΕΠΕΙΣΚΥΚΛΕΩ
Transliteration A: epeiskykléō Transliteration B: epeiskykleō Transliteration C: epeiskykleo Beta Code: e)peiskukle/w

English (LSJ)

roll or bring in one upon another, 'pile up', τὰ μηδὲν προσήκοντα Luc.Hist.Conscr.13; ἀσάφειαν ἡμῖν τοσαύτην S.E.P.2.210; πλῆθος σημαινομένων Gal.8.575; ἄλλ' ἐπ' ἄλλοις Longin.22.4:—Pass., ἕτερα ἑτέροις -ούμενα Id.11.1; ὁ Ἄττις καὶ ὁ Κορύβας πόθεν ἡμῖν -ήθησαν; Luc.Deor.Conc.9, cf.Philops.29.

German (Pape)

[Seite 912] dazu hineinrollen, hineinbringen, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 210; τὰ μηδὲν προσήκοντα Luc. quom. hist. conscr. 13; εἰσφέρειν von den Alten erkl.; πόθεν ἡμῖν εἰσεκυκλήθησαν, wie kamen sie zu uns herein, Deor. concil. 9, vgl. philops. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. Pass. ἐπεισεκυκλήθην;
faire rouler ou faire glisser l'un après l'autre dans.
Étymologie: ἐπί, εἰσκυκλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισκῠκλέω: (вслед за чем-л.) катить, вкатывать (τι и τινα Luc.): ἀσάφειαν ἐ. τινι Sext. напускать на кого-л. туман, морочить кого-л.; πόθεν ἡμῖν ἐπεισεκυκλήθησαν οὗτοι; ирон. Luc. откуда они свалились к нам?

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισκυκλέω: ἐπικυλίω ἐντός, ἐπεισάγω, τὰ μηδὲν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῦσιν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 13· ἄλλ’ ἐπ’ ἄλλοις Λογγῖν. 22.4: - Παθ., εἰσκομίζομαι, εἰσάγομαι, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 9, Φιλοψευδ. 29, ἴδε ἐπεισκληθῆναι.

Greek Monotonic

ἐπεισκυκλέω: μέλ. -ήσω, κυλώ, τσουλάω εντός ή φέρνω το ένα πάνω στο άλλο, σε Λουκ. — Παθ., εισάγομαι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to roll or bring in one upon another, Luc.:—Pass. to come in one upon another, Luc.