κατωμάδιος
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
[ᾰδ], α, ον, (ὦμος)
A from the shoulder, δίσκος κ. a quoit thrown down from the shoulder, i.e. from the upturned hand held above the shoulder, Il.23.431.
II worn or borne on the shoulder, Call.Cer.45, Mosch.Fr.4.
German (Pape)
[Seite 1406] auf, an der Schulter; δίσκος Il. 23, 431, die Wurfscheibe, weil man beim Schleudern mit der Hand über die Schulter ausholt, κατὰ τοῦ ὤμου βαλλόμενος Hesych.; κατωμαδία κλείς Callim. Cer. 45; πήρην δ' εἶχε κατωμαδίην Hosch. epigr. (Plan. 200).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
du haut de l'épaule : κατωμάδιος δίσκος IL disque lancé avec force (propr. de l'épaule).
Étymologie: κατά, ὦμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατωμάδιος -α -ον [κατά, ὦμος] vanaf de schouder:. δίσκου... κατωμαδίοιο van een discus die vanaf de schouder geworpen wordt Il. 23.431.
Russian (Dvoretsky)
κατωμάδιος: (μᾰ) брошенный с плеча, пущенный с размаху (δίσκος Hom.).
English (Autenrieth)
(ὦμος): (down) from (over) the shoulder, of the discus so hurled, Il. 23.431†. (See cut No. 30.)
Greek Monolingual
κατωμάδιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που φοριέται πάνω στον ώμο ή είναι κρεμασμένος από τους ώμους
2. φρ. «δίσκος κατωμάδιος» — ο δίσκος που εκσφενδονίζεται με το χέρι σηκωμένο πάνω από το ύψος του ώμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὠμ-ά-διος «αυτός που περνάει πάνω από τον ώμο»].
Greek Monotonic
κατωμάδιος: [ᾰ], -α, -ον (ὦμος),
I. από τον ώμο, δίσκος κ., κρίκος που ρίχνεται από τον ώμο, δηλ. από το αναγυρισμένο χέρι που κρατιέται πάνω από τον ώμο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. το επόμ.
II. αυτός που φοριέται ή μεταφέρεται στον ώμο, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κατωμάδιος: ᾰ, α, ον, (ὦμος) ἀπὸ τοῦ ὤμου, δίσκος κατ., δίσκος ῥιπτόμενος ἀπὸ τοῦ ὤμου, δηλ. ἀπὸ τῆς χειρὸς ὑπὲρ τὸν ὦμον ὑψωμένης καὶ ἀνεχούσης τὸν δίσκον, Ἰλ. Ψ. 431· πρβλ. κατωμαδόν. ΙΙ. φερόμενος ἢ φορούμενος ἐπὶ τοῦ ὤμου ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Καλλ. εἰς Δήμ. 45, Ἀνθ. Πλαν. 4. 200.
Middle Liddell
κᾰτ-ωμάδιος, η, ον ὦμος
I. from the shoulder, δίσκος κ. a quoit thrown from the shoulder, i. e. from the upturned hand held above the shoulder, Il.; cf. κατ-ωμᾰδόν
II. worn or borne on the shoulder, Anth.