αὐχενίζω

From LSJ
Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐχενίζω Medium diacritics: αὐχενίζω Low diacritics: αυχενίζω Capitals: ΑΥΧΕΝΙΖΩ
Transliteration A: auchenízō Transliteration B: auchenizō Transliteration C: afchenizo Beta Code: au)xeni/zw

English (LSJ)

(αὐχήν)
A cut the throat of... S.Aj.298.
2 seize by the throat: metaph., κῆρες αὐ. ψυχήν Ph.1.654; λόγους παλαίσμασι ib.676:—Pass., 2.372.
3 bind the neck with a ligature, Hippiatr.10.

Spanish (DGE)

1 decapitar ταύρους S.Ai.298.
2 coger por el cuello, acogotar, ahogar en metáf. de la lucha παλαίσματι ... αὐχενίζοντες ἐκτραχηλίζειν Ph.1.676, cf. Phot.α 3279
fig. agobiar ἑκάστην (κῆρα) τὴν ψυχὴν αὐχενίζουσαν Ph.1.654, cf. en v. pas., Ph.2.372.
3 vet. hacer un torniquete en el cuello αὐχενίζειν χρή, τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆρι Hippiatr.10.8.

German (Pape)

[Seite 405] den Hals abschneiden, τινά Soph. Ai. 291, Schol. λαιμοτομέω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ηὐχένιζον;
1 décapiter, égorger;
2 comprimer le cou ; étouffer.
Étymologie: αὐχήν.

Russian (Dvoretsky)

αὐχενίζω: перерезывать горло (τοὺς μὲν ηὐχένιζε, τοὺς δ᾽ ἔσφαζε Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐχενίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ, (αὐχὴν) ἀποκόπτω τὸν αὐχένα, λαιμοτομῶ, ἀποκεφαλίζω, τοὺς μὲν ηὐχένιζε Σοφ. Αἴ. 298. 2) ἐν Φίλωνι 1. 654 (πρβλ. 2. 372) πιθ. ἄγχω, ἀποπνίγω, στραγγαλίζω· αὕτη δὲ ἡ ἔννοια μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἱππιατρ. σ. 41. 22.

Greek Monolingual

αὐχενίζω (Α)
1. κόβω τον λαιμό κάποιου, αποκεφαλίζω
2. στραγγαλίζω, πνίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυχήν (-ένος).
ΠΑΡ. αρχ. αυχενιστήρ. ΣΥΝθ. αρχ. απαυχενίζω, υψαυχενίζω
αρχ.-μσν.
παραυχενίζω.

Greek Monotonic

αὐχενίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ (αὐχήν), κόβω το λαιμό από έναν άνθρωπο, αποκεφαλίζω, με αιτ., σε Σοφ.

Middle Liddell

αὐχήν
to cut the throat of a person, behead, c. acc., Soph.