ἀπαρακάλυπτος

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρακάλυπτος Medium diacritics: ἀπαρακάλυπτος Low diacritics: απαρακάλυπτος Capitals: ΑΠΑΡΑΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: aparakályptos Transliteration B: aparakalyptos Transliteration C: aparakalyptos Beta Code: a)paraka/luptos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,
A undisguised, γυμνὴ καὶ ἀ. κατηγορία Hld. 10.29. Adv. ἀπαρακαλύπτως Pl.R. 538c, Euthd.294d: Comp. ἀπαρακαλυπτότερον D.C.67.3.
2 open-hearted, ἀ. τὰς ψυχάς Ptol.Tetr.155.

Spanish (DGE)

-ον
1 descubierto, no encubierto κεφαλή Plu.2.266e, κατηγορία Hld.10.29.5
fig. abierto, cordial ἀ. τὰς ψυχάς de alma Ptol.Tetr.3.14.4
compar. neutr. como adv. -ότερον D.C.67.3.2.
2 adv. -ως abiertamente Pl.R.538c, Euthd.294d, ὀργίζεσθαι UPZ 144.3 (I a.C.).

German (Pape)

[Seite 279] unverhüllt, κεφαλή Plut. qu. Rom. 11; unverhohlen, adv., ἐρωτᾶν Plat. Euthyd. 294 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non voilé, non caché, ouvert.
Étymologie: , παρακαλύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαρακάλυπτος: непокрытый, открытый (κεφαλή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρακάλυπτος: -ον, ἀκάλυπτος, ἄκρυπτος, φανερός, γυμνὴ καὶ ἀπ. κατηγορία Ἡλιόδ. 10. 29. - Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, Πλάτ. Πολ. 538C, Εὐθύδ. 294D. - Συγκρ. -ότερον Δίων Κ. 67. 3.

Greek Monolingual

ἀπαρακάλυπτος, -ον (Α)
απροκάλυπτος, φανερός.

Greek Monotonic

ἀπαρακάλυπτος: -ον (παρακαλύπτω), ασκεπής, ακάλυπτος, εμφανής· επίρρ. -τως, χωρίς προκάλυψη, φανερά, σε Πλάτ.

Middle Liddell

παρακαλύπτω
uncovered: adv. -τως, undisguisedly, Plat.