ξυσμή

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυσμή Medium diacritics: ξυσμή Low diacritics: ξυσμή Capitals: ΞΥΣΜΗ
Transliteration A: xysmḗ Transliteration B: xysmē Transliteration C: ksysmi Beta Code: cusmh/

English (LSJ)

ἡ, in plural,
A scratchings, i.e. critical marks in a Ms., AP9.206 (Eupith.); γράμματα λέγεται διὰ τὸ γραμμαῖς καὶ ξυσμαῖς τυποῦσθαι D.T.630.28 (v.l. -οῖς ap.Sch.).
II scab, as a term of abuse, Sophr.53.

German (Pape)

[Seite 283] ἡ, = ξύσμα, Eupith. ep. (IX, 206), = γράμμα.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de se gratter ; démangeaison;
2 caractère gravé (sur la pierre, etc.).
Étymologie: ξύω.

Russian (Dvoretsky)

ξυσμή: ἡ вырезанная черта, тж. буква Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ξυσμή: ἡ, = ξύσμα, Ἀνθ. Π. 9. 206.

Greek Monolingual

ξυσμή, ἡ (ΑΜ)
ξύσμα, ξυσιματιά, αμυχή
αρχ.
1. (υβριστικά) ψωρίαση, ψώρα
2. στον πληθ. αἱ ξυσμαί
τα σημάδια που χάραζαν οι γραμματικοί πάνω στα χειρόγραφα
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐντορίδες
ξυσμαὶ ὄφεως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ-, πρβλ. αόρ. -ξυσ-α, του ξύω + κατάλ. -μή (πρβλ. σχισμή)].

Greek Monotonic

ξυσμή: ἡ (ξύω), στον πληθ., ξυσίματα, ξέσματα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ξυσμή, ἡ, [ξύω]
in pl., scrapings, Anth.