ξυσμή

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυσμή Medium diacritics: ξυσμή Low diacritics: ξυσμή Capitals: ΞΥΣΜΗ
Transliteration A: xysmḗ Transliteration B: xysmē Transliteration C: ksysmi Beta Code: cusmh/

English (LSJ)

ἡ, in plural,
A scratchings, i.e. critical marks in a Ms., AP9.206 (Eupith.); γράμματα λέγεται διὰ τὸ γραμμαῖς καὶ ξυσμαῖς τυποῦσθαι D.T.630.28 (v.l. -οῖς ap.Sch.).
II scab, as a term of abuse, Sophr.53.

German (Pape)

[Seite 283] ἡ, = ξύσμα, Eupith. ep. (IX, 206), = γράμμα.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de se gratter ; démangeaison;
2 caractère gravé (sur la pierre, etc.).
Étymologie: ξύω.

Russian (Dvoretsky)

ξυσμή: ἡ вырезанная черта, тж. буква Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ξυσμή: ἡ, = ξύσμα, Ἀνθ. Π. 9. 206.

Greek Monolingual

ξυσμή, ἡ (ΑΜ)
ξύσμα, ξυσιματιά, αμυχή
αρχ.
1. (υβριστικά) ψωρίαση, ψώρα
2. στον πληθ. αἱ ξυσμαί
τα σημάδια που χάραζαν οι γραμματικοί πάνω στα χειρόγραφα
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐντορίδες
ξυσμαὶ ὄφεως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ-, πρβλ. αόρ. -ξυσ-α, του ξύω + κατάλ. -μή (πρβλ. σχισμή)].

Greek Monotonic

ξυσμή: ἡ (ξύω), στον πληθ., ξυσίματα, ξέσματα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ξυσμή, ἡ, [ξύω]
in pl., scrapings, Anth.