συκίτης

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκίτης Medium diacritics: συκίτης Low diacritics: συκίτης Capitals: ΣΥΚΙΤΗΣ
Transliteration A: sykítēs Transliteration B: sykitēs Transliteration C: sykitis Beta Code: suki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fem. συκῖτις, ιδος,
A of figs, οἶνος fig-wine, Dsc.5.32.
2 sycitis, a fig-coloured gem, Plin.HN37.191.
II a Spartan name of Dionysus, Sosib. 13.

German (Pape)

[Seite 973] ὁ, fem. συκῖτις, ιδος, feigenartig; οἶνος, von Feigen bereiteter Wein, Diosc. So hieß auch Dionysos bei den Lakonen, vgl. Ath. III, 78 c.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκίτης: [ῑ], -ου, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐκ σύκων, οἶνος συκ., οἶνος ἐκ σύκων, Διοσκ. 5. 41. 2) πολύτιμος λίθος ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ σύκου, Πλίν. 37. 73. ΙΙ. Λακωνικὸν ὄνομα τοῦ Διονύσου, Ἀθήν. 78C.

Greek Monolingual

ό, θηλ. συκῖτις, -ίτιδος, Α
1. παρασκευασμένος από σύκα («συκίτης οἶνος», Διοσκ.)
2. είδος πολύτιμου λίθου στο χρώμα του σύκου
3. προσωνυμία του Διονύσου στη Λακεδαίμονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. -ίτης πρβλ. μηλίτης, ονυχίτης)].