ἠθοποιέω

From LSJ
Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθοποιέω Medium diacritics: ἠθοποιέω Low diacritics: ηθοποιέω Capitals: ΗΘΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: ēthopoiéō Transliteration B: ēthopoieō Transliteration C: ithopoieo Beta Code: h)qopoie/w

English (LSJ)

A mould the character of a person, τὸν θεατήν Plu.Per.2; τὴν ψυχήν S.E.M.6.30.
II express or delineate character, D.H. Lys.19: c. acc., τὸ σχῆμα τῆς γυναικός Aps.p.322 H.

German (Pape)

[Seite 1156] = ἠθολογέω, vgl. D. Hal. de Lys. 19 αὐτὸς ἠθοποιεῖ καὶ κατασκευάζει τὰ πρόσωπα τῷ λόγῳ πιστὰ καὶ χρηστά; – die Sitten, den Charakter bilden, Plut. Pericl. 2 u. öfter; καὶ μεθαρμόττειν τὴν φύσιν τοῦ δήμου reipubl. ger. praec. 3, vom Wein ἡσυχῆ δὲ διαθάλπων ἠθοποιεῖ τὸν πίνοντα καὶ μεθίστησιν, im Gegensatz ἐν ἀρχῇ μὲν ὑπὸ τῶν ἠθῶν κρατεῖται τοῦ πί. νοντος. Oft Sext. Emp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
façonner les mœurs, former le caractère.
Étymologie: ἠθοποιός.

Russian (Dvoretsky)

ἠθοποιέω:
1 формировать характер, воспитывать нравы (τῇ μιμήσει Plut.);
2 воспитывать, нравственно определять (τὴν ψυχήν Sext.; τὴν τοῦ δήμου φύσιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠθοποιέω: μορφώνω τὰ ἤθη, τὸν χαρακτῆρα, Πλούτ. Περικλ. 2· ἠθ. τὴν ψυχὴν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 30. ΙΙ. ἐκφράζω, διαγράφω ταῦτα, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 19.

Greek Monotonic

ἠθοποιέω: διαμορφώνω ήθη ή χαρακτήρα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἠθοποιέω,
to form manners or character, Plut. [from ἠθοποιός