κατασχάζω
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
slit, cut open, στελέχη Thphr. HP 2.7.6; συκῆ κατασχασθεῖσα Id.CP1.17.10, al.; κ. φλέβα open a vein, let blood, Gal. 19.139:—also κατασχάω, scarify, Hp.Int.22, Heliod. ap. Orib.46.29.2.
Greek (Liddell-Scott)
κατασχάζω: μέλλ. -άσω, πρβλ. ἀποσχάζω, σχίζω ἢ ανοίγω κόπτων, συκῆ κατασχασθεῖσα Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 10· τὰ στελέχη ὁ αὐτ. 2. 76· οὕτω κατασχάω, ἐπιχαράττω διὰ νυστερίου, ἢν οἰδήσῃ, θαρσέως κατασχᾶν Ἱππ. 545. 16, κτλ.· κατασχῶσι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 219· ἐν τῇ ἰατρικῇ, κατ. φλέβα ἢ κατ. μόνον, ἀνοίγω φλέβα καὶ ἀφίνω νὰ ῥεύσῃ τὸ αἶμα, φλεβοτομῶ, Μοσχ., Γαλην.· οἱ Ἀττικοὶ κατανύττειν·- Ἡσύχ. «κατασχάσαι· ἀμυχὰς ποιῆσαι»· ὁμοίως καὶ ὁ Πολυδ. «ἀμύσσειν δ’ οἱ κατασχάζειν λέγουσι» Δ΄, 182.
Greek Monolingual
(Α κατασχάζω)
σχίζω με μαχαίρι, ανοίγω κόβοντας, κάνω εντομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σχάζω «εντέμνω»].
German (Pape)
aufritzen, Theophr.; bes. eine Ader öffnen, Medic. Vgl. κατανύττω.